Οι Γερμανοί βγάλανε φιρμάνι να παραδοθούν όλα τα ραδιόφωνα. Οποιοι έχουν ραδιόφωνο ή γαληνίτη με ακουστικά, θα εκτελούνται. Εμείς, όμως, είπαμε... θέλαμε να ζήσουμε. Θέλαμε να ξέρουμε τι γίνεται στον κόσμο και καμιά τριανταριά νέοι, κρυφά απ' τις μανάδες μας, πηγαίναμε σ' ένα σπίτι ανοίκιαστο, ακατοίκητο. Μαζευόμασταν δήθεν για πάρτι και ακούγαμε ραδιόφωνο. Μη ρωτάτε παραπάνω. Κανείς δε ρωτούσε τότε. Είχαμε γίνει όλοι παράνομοι, συνωμότες. Δε ρωτάς, δε λες, μόνο ακούς. Καινούριος δεν υπήρχε στην παρέα. Ημασταν όλοι οι παλιοί οι γνωστοί: Εγώ, ο Θανάσης, ο Σήφης ο κουτσός, ο Ακύλας, ο Πλάτων, η Ιοκάστη - αδέρφια ήταν αυτοί οι τρεις, ο μπαμπάς τους είχε σκοτωθεί την πρώτη μέρα που βομβάρδισαν οι Ιταλοί - ο Νικήτας, η Κατίνα, ο Μανούσος, ο Αντρέας ο πιο καλοντυμένος της παρέας (ο μπαμπάς του είχε σπουδάσει γιατρός στην Ιταλία) - κι άλλοι.
Παίζαμε τη ζωή μας κορόνα γράμματα για να μάθουμε νέα και μόλις φεύγαμε απ' το πάρτι πλακώνανε Γερμανοί γκεσταπίτες και κάνανε έρευνα να βρούνε το ραδιόφωνο. Αυτό γίνηκε τέσσερις - πέντε φορές. Μόλις φεύγαμε, πλακώνανε οι Γερμανοί που με το νου κι η γνώση κάποιος από μας την κάρφωνε, αλλά επειδή αυτός που είχε το ράδιο το εξαφάνιζε ποιος ξέρει πώς και δεν τον ήξερε και κανένας μας ποιος ήταν, οι Γερμανοί φεύγανε άπρακτοι πάντα βλαστημώντας. Σάιζε φωνάζανε. Φλαχτ, φλουχτ βρίζανε. Νομίζανε πως είχανε πιαστεί κορόιδα. Οτι κάποιος τους κορόιδευε, τους έκανε πλάκα.
Μου λέει ο Θανάσης: Πήρες χαμπάρι πως όταν μαζευτούμε ν' ακούσουμε Λονδίνο πριν καλά καλά τελειώσει η εκπομπή, ο Σήφης φεύγει πρώτος; Και γιατί βιάζεται να φύγει και πού πάει; Αυτός την καρφώνει, χίλια τα εκατό. Μας έχει άχτι από τότε που τον κοροϊδεύαμε μικρό. Μας την έχει φυλάξει και δε θα τη γλιτώσουμε απ' αυτόν. Το συζήτησα και με όλους τους άλλους. Αυτός την καρφώνει.
Και πότε πρόλαβε, ρε Θανάση, του λέω να γίνει χαφιές και συνεργάτης των Γερμανών; Αυτός έχει το ντέρτι του που κουτσαίνει κι ούτε έξω καλά καλά δε βγαίνει. Τώρα τελευταία έμαθα πως τον πιάνει και σεληνιασμός και δεν πάει απ' το σπίτι του πιο μακριά. Πότε στο διάολο γίνηκε ρουφιάνος;
Εμείς, μου λέει, βγάλαμε το συμπέρασμα πως αυτός είναι ο καταδότης και σκεφθήκαμε με τον Ακύλα πως σε δεκαπέντε μέρες που θα είναι η Εθνική μας γιορτή να σιάξουμε χαρτάκια να τα κολλήσουμε στους στύλους και στα ντουβάρια και να 'χουν τυπωμένη απάνω την ελληνική σημαία και να γράφουν «Ζήτω η 25η Μαρτίου 1821». Εσύ μου λέει, που έχεις δουλέψει σε τυπογραφείο και ξέρεις και ζωγραφίζεις, θα σου φέρω χοντρό μουσαμά να τόνε σκαλίσεις και άσπρη γομαλάκα και μπλε μελάνι να τα ανακατέψουμε και να τα κολλήσουμε να τα δει ο κόσμος να πάρει αέρα... να καταλάβει πως η Ελλάδα δεν πέθανε... είναι ζωντανή. [...] Οταν ξημέρωσε 25 Μαρτίου, όλοι οι στύλοι του ηλεκτρικού, όλες οι κολόνες, όλα τα τηλεγραφόξυλα, είχανε κολλημένα χαρτάκια που γράφανε «Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω η 25 Μαρτίου».
Δεν ήτανε χαρτάκια... ήτανε ηλιαχτίδες που τρυπούσαν το μαύρο σκοτάδι της Κατοχής... ήτανε φαΐ στα άδεια στομάχια μας... ήτανε μπάλσαμο στην απελπισία, στην κατάρα, στον πόλεμο... Και δεν έφτανε αυτή η χαρά. Βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί πως εκτελέσανε εφτά Ελληνες, γιατί κοροϊδεύανε τα στρατεύματα κατοχής και τα στέλνανε σε ανύπαρκτους στόχους για δικό τους όφελος. Και μέσα στα ονόματα ήτανε και του Αντρέα, του γιου του γιατρού, του φίλου μας.
Οταν συνήλθαμε απ' την έκπληξη - τι συνήλθαμε δηλαδή... ακόμα ο Θανάσης χτυπιέται - Ρε συ Γιώργη, μου λέει. Ο θεός το 'κανε και δε με είδε κανείς που κόλλαγα τα χαρτάκια, θα είχα πάρει στο λαιμό μου τον Σήφη. Δε θα το άντεχα...
Να κι ο Σήφης κουτσαίνοντας. Ρε, παιδιά... τι έμαθα για τον Αντρέα... Αλήθεια είναι; Αυτός μας κάρφωνε; Τώρα που ξεκαθάρισε το πράμα, σας το λέω. Το ράδιο το 'σιαξα εγώ, αλλά στριμώχτηκε το πράμα πολύ. Να μην το ξανακούσουμε ομαδικά. Να βρούμε ποιοι έσιαξαν και κόλλησαν τις σημαίες σήμερα στις κολόνες, να γράφουμε τις πιο ενδιαφέρουσες ειδήσεις και να τις κολλάμε να τις διαβάζει ο κόσμος. Καλά που έτρεχα από πίσω απ' το σπίτι και το εξαφάνιζα αμέσως το ράδιο, θα μας είχαν εκτελέσει όλους.
ΥΓ: Του Αντρέα ο μπαμπάς ο γιατρός ήταν πεμπτοφαλαγγίτης κατάσκοπος των Γερμανοϊταλών. Τον μάθαμε στην Ηπειρο. Τον είχαν επιστρατεύσει όταν σπούδαζε. Ολη την οικογένεια δεν την ξαναείδε κανείς.
Απόσπασμα από κείμενο του Γιώργη Παπάζογλου