Πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ με τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές άδειες; [1]
Υποβλήθηκε από radiofono.gr [2] στις .
Δημοσιεύτηκε κι επισήμως εδώ και μερικές μέρες η υπουργική απόφαση, με την οποία η χορήγηση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών θα γίνει απευθείας από τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και όχι από το ΕΣΡ. Αυτή ήταν η απάντηση της κυβέρνησης, και δει του «αρμόδιου» Υπουργού Νίκου Παππά, στην άρνηση της Νέας Δημοκρατίας να συναινέσει στη σύσταση ενός ΕΣΡ. Με την παράκαμψη αυτή μπορεί επιτέλους να επισπευθεί η πολύκροτη αδειοδότηση, που αγγίζει πολλές ευαίσθητες χορδές του πολιτικού συστήματος.
Και παρότι η διαδικασία φαίνεται να προχωράει, πολλά είναι τα ερωτήματα για τις προθέσεις και την στρατηγική της κυβέρνησης. Εδώ επιχειρούμε να δώσουμε μερικές απαντήσεις, μέσα από ένα άρθρο που γράφεται χωρίς καθόλου εσωτερικές πληροφορίες -ωστόσο με μια απλή ανάλυση των γεγονότων, αξίζει να σταθούμε σε μερικά συμπεράσματα που προκύπτουν:
(α) Ας ξεκινήσουμε με λίγο προϊστορία: Το πρώτο δείγμα η κυβέρνηση το έδειξε με την επαναλειτουργία της ΕΡΤ, κατεξοχήν έργο του Νίκου Παππά. Παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις, με έναν νόμο η κυβέρνηση παραμέρισε τους συνδικαλιστές, τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους και την αυτοδιαχείριση, κατάργησε το εποπτικό συμβούλιο (που υποτίθεται ότι θα λειτουργούσε ως ένα πρόσχημα ανεξαρτησίας και διαφάνειας) και διόρισε απευθείας ένα νεοφιλελεύθερο μάνατζερ επικεφαλής, γύρω από το πρόσωπο του οποίου έχτισε ένα πλήρως ελεγχόμενο ιεραρχικό μηχανισμό. Η προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου της ΕΡΤ πέρα από συναισθηματισμούς και κινηματικές πολιτικές ορθότητες της αριστεράς είναι προφανής.
(β) Και τώρα στις τηλεοπτικές άδειες αυτές καθ' αυτές: Όσο υπήρχαν ακόμη «καραμανλικές» επιρροές στη ΝΔ, η κυβέρνηση φαίνονταν να περνάει ένα από κοινού αποδεκτό ΕΣΡ, με μέλη «προσκήμενα» και στα δύο κόμματα. Δεν γνωρίζουμε αν σε αυτό έπαιξε ρόλο η παρασκηνιακή καλή σχέση του Υπουργού Νίκο Παππά με τον Θοδωρή Ρουσόπουλο -ο οποίος είχε στο παρελθόν προσπαθήσει ανεπιτυχώς να προβεί σε αντίστοιχη αδειοδότηση και μάλιστα με περιορισμούς για τον «βασικό μέτοχο». Σε κάθε περίπτωση, αν δεν εκλέγονταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η υπόθεση θα είχε προχωρήσει μέσα σε ένα συμβιβαστικό πλαίσιο, όπου και οι δυο πλευρές θα είχαν την ευκαιρία να ρίξουν τα χαρτιά τους στο τραπέζι, μέσω του ορισμού «προσκείμενων» σε αυτά μελών του ΕΣΡ.
(γ) Μετά την εκλογή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μην συναινέσει στην δημιουργία ενός ΕΣΡ, αν η κυβέρνηση δεν θελήσει να συνδιαλαγεί ΚΑΙ στο θέμα του αριθμού των αδειών, περνώντας και αυτήν την αρμοδιότητα στο κοινά αποδεκτό ΕΣΡ. Η κυβέρνηση τώρα είχε τρεις επιλογές: (i) να μην προχωρήσει στην αδειοδότηση (που θα ήταν μεγάλη πολιτική ήττα), (ii) να αλλάξει τη σύσταση της επιτροπής των προέδρων της Βουλής, ώστε να μην χρειάζονται ψήφοι της ΝΔ στην εκλογή του ΕΣΡ και (iii) να πραγματοποιήσει την αδειοδότηση το ίδιο το Υπουργείο. Η κυβέρνηση επέλεξε την τελευταία, με τον ισχυρισμό ότι η τροποποίηση της επιτροπής των προέδρων της Βουλής (ii) θα αποτελούσε «παιχνίδι με τους θεσμούς». Ωστόσο αναρωτιόμαστε αν είναι προτιμότερη, σε μια εποχή που όλοι οι θεσμοί έχουν ισοπεδωθεί ούτως ή άλλως, η αδειοδότηση ιδιωτικών επιχειρήσεων απευθείας από την κυβέρνηση, παρακάμπτοντας όλο το θεσμικό πλαίσιο της (υποτιθέμενης) αδιαβλητότητας που δίνει μια Ανεξάρτητη Αρχή. Όπως και να 'χει, με τον κατάλληλο κυβερνητικό επικοινωνιακό χειρισμό, προκύπτει ότι η ΝΔ έκανε μεγάλη χάρη στο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς έδωσε στον Νίκο Παππά την απαραίτητη δικαιολογία να πάρει στα χέρια του τον πλήρη έλεγχο της αδειοδότησης, τρέχοντας ολόκληρη τη διαδικασία με προσωπικό του Υπουργείου και χωρίς να χρειάζεται να συμβιβαστεί στα πρόσωπα και τους όρους με τη ΝΔ, όπως διαφαίνονταν ως σενάριο.
(δ) Δεν υπήρξε ποτέ επαρκής αιτιολόγηση για τον αριθμό των 4 αδειών που αποφάσισε η κυβέρνηση, αφού η τεχνική μελέτη που παρουσιάστηκε δεν απαντά στο βασικό επιχείρημα, δηλαδή την οικονομική βιωσιμότητα των καναλιών. Αντίθετα, όπως έχουμε γράψει ο αριθμός των αδειών αποτελεί ξεκάθαρα πολιτική επιλογή, ως απάντηση στο υπάρχον τηλεοπτικό σκηνικό και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το νέο τηλεοπτικό στερέωμα δεν θα είναι ανεξέλεγκτο
(ε) Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι 4 άδειες θα δίνονται μία μία, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να δοθούν και επιπλέον άδειες στο μέλλον. Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η άποψη ότι όσο κρατάει η αδειοδότηση, η κυβέρνηση θα έχει το «πάνω χέρι». Παράλληλα, η χορήγηση των αδειών θα ακολουθήσει την τακτική του «βλέποντας και κάνοντας», αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να προσθέσει και άλλους σταθμούς ή να αλλάξει την κατανομή των αδειών μεταξύ των διάφορων κατηγοριών προγράμματος.
(στ) Η κυβέρνηση όντως μέσα από το Νόμο για την αδειοδότηση των καναλιών επιτίθεται στη διαπλοκή, βάζοντας αυστηρούς όρους για τη βιωσιμότητα των καναλιών. Ωστόσο αυτό απαντάει μόνο στην «νέου τύπου» διαπλοκή, που αφορά τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων αυτών. Δεν απαντάει σε κλασικά κρούσματα διαπλοκής, όπως πχ με τις κατασκευαστικές. Εκεί υπάρχει ένα μεγάλο κενό καθώς φαίνεται ότι δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί σαφώς νόμος (βασικός μέτοχος) που να καταπολεμά τη συγκεκριμένη κατάσταση. Κι εκεί είναι που ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει ότι θα ελέγξει την κατάσταση, με τις «βλέποντας και κάνοντας» κινήσεις του. Αν θέλει να την ελέγξει και όχι απλά να την πάρει με το μέρος του.
Συμπέρασμα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία τυπικά τον Ιανουάριο. Ωστόσο βρήκε μπροστά του έναν τεράστιο μηχανισμό εξουσίας, εντός κι εκτός των κρατικών θεσμών, ο οποίος δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχό του και συνεχώς αντιπαρατίθεται. Τα ΜΜΕ είναι κομμάτι αυτού του μηχανισμού. Είναι σαφές ότι οι κινήσεις που κάνει η κυβέρνηση είναι προς την κατεύθυνση ανάκτησης του ελέγχου τους.
Η κυβέρνηση δεν αιθεροβατεί. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κάνει ουσιαστικές αλλαγές χωρίς διευρυμένο έλεγχο στην εξουσία αλλά και χωρίς μακροχρόνια παραμονή σε αυτή. Γνωρίζει επίσης ότι όπως είναι η πολιτική πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει η πλήρης ανεξαρτησία των ΜΜΕ (την οποία θεωρητικά πάντα επαγγέλεται) και ότι η διαπλοκή των συμφερόντων θα είναι πάντα πάνω ή κάτω από το τραπέζι. Αλλά και ότι για την μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία, το κλειδί είναι η τουλάχιστον φιλική στάση των ΜΜΕ. Το πρώτο της βήμα λοιπόν είναι, κρατώντας βέβαια πάντα τα προσχήματα στο επικοινωνιακό επίπεδο, να πάρει το πάνω χέρι σε αυτήν την διαδικασία. Ή τουλάχιστον να πάρει το μερίδιό της, γιατί όπως είδαμε έχει προθέσεις να συμβιβαστεί. Και φανερά και κάτω από το τραπέζι. Το αν η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τους χιλιάδες αυτούς συμβιβασμούς με τους μηχανισμούς της εξουσίας μπορέσει να διατηρήσει τους μακροχρόνιους πολιτικούς της στόχους παραμένει τεράστιο ερώτημα.
Εν προκειμένω, παρότι ακούμε συνέχεια ότι πρόκειται για μια αριστερή κυβέρνηση, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα σοσιαλιστικό ή αριστερό στην αδειοδότηση αυτή καθεαυτή, πέρα από την υποχρέωση τήρησης συλλογικών συμβάσεων και τον κατώτατο όριο στον αριθμό των εργαζομένων, κάτι που δεν απέχει πολύ από το νόμο Ρουσόπουλου. Οι άδειες προορίζονται να δοθούν σε επιχειρήσεις που αναπόφευκτα θα ανήκουν σε μεγάλους ομίλους. Οι άδειες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ προόριζε για κοινωνικούς φορείς εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα. Οι συνδικαλιστές, η αυτοδιαχείριση και τα κινήματα το μόνο που θα καταφέρουν αυτή τη στιγμή είναι να μπλέκονται στα πόδια της κυβέρνησης και να προκαλούν μπελάδες. Και όσον αφορά τη μάχη κατά της διαπλοκής (η οποία είναι μισή, όπως αναλύσαμε παραπάνω), πάντα ήταν η άποψη οποιουδήποτε φιλελεύθερου καπιταλιστή. Όλα αυτά ενισχύουν την παραπάνω άποψη, ότι αν υπάρχει ένας λόγος που γίνεται ξεκαθάρισμα στα media, είναι ώστε η κυβέρνηση να μην τα έχει μπροστά της στα επόμενά της βήματα.
Φυσικά τίποτα δεν έχει κριθεί και η τελική έκβαση της υπόθεσης θα είναι αποτέλεσμα των κινήσεων που θα κάνουν υπουργός και καναλάρχες πάνω στην σκακιέρα. Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ ενέχουν πολλούς κινδύνους και αφήνουν ανοιχτές πολλές κερκόπορτες για το μέλλον. Αλλά για αυτά ίσως μιλήσουμε σε ένα από τα επόμενα άρθρα.